ἐξοικονομήσει

ἐξοικονομήσει
ἐξοικονόμησις
alienation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐξοικονομήσεϊ , ἐξοικονόμησις
alienation
fem dat sg (epic)
ἐξοικονόμησις
alienation
fem dat sg (attic ionic)
ἐξοικονομέω
eliminate
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐξοικονομέω
eliminate
fut ind mid 2nd sg
ἐξοικονομέω
eliminate
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιούλιος — I Ο έβδομος μήνας του έτους, με 31 ημέρες. Ονομάστηκε Ι. προς τιμήν του Ιουλίου Καίσαρα. Προηγουμένως ονομαζόταν Quintilis, γιατί στο ημερολόγιο του Ρωμύλου και του Νουμά Πομπιλίου ήταν ο πέμπτος μήνας (αρχίζοντας από τον Μάρτιο) του έτους. Κατά… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • ποριστός — ή, όν, Α [πορίζω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εξοικονομήσει …   Dictionary of Greek

  • Γεράσιμος — I (Τρίκαλα, Κορινθία 1509 – Κεφαλονιά 1579). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, πολιούχος της Κεφαλονιάς. Καταγόταν από την παλιά βυζαντινή οικογένεια των Νοταράδων. Πολύ νέος ακόμα πήγε στη Ζάκυνθο, για να συμπληρώσει ίσως τις σπουδές του.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”